Εισαγωγή

Δείτε επίσης το Γλωσσάριο εδώ για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ζωή του. 

[Αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου «Πυθαγόρας, η ζωή και η διδασκαλία του», εκδόσεις Αρχέτυπο.]

Από όλους τους ιδρυτές της Δυτικής Παράδοσης ο Πυθαγόρας είναι ίσως ο λιγότερο γνωστός. Αυτό είναι θλιβερό, γιατί για να κατανοήσουμε τον Πυθαγόρα και τον ρόλο που παίζει ο τρόπος σκέψης του στην ζωή μας χρειάζεται κάτι περισσότερο από ιστορικό ενδιαφέρον. Το να εκτιμήσουμε την επιρροή που άσκησε αυτός ο επιστήμονας, ο μυστικιστής και ο πρώτος φιλόσοφος είναι ουσιαστικό, αν πρόκειται να προχωρήσουμε πέρα από μια επιφανειακή κατανόηση των απαρχών της διανοητικής μας σκέψης.

Ο Πυθαγόρας στέκεται στο πιο ψηλό σκαλί του πολιτισμού μας. Οι ιδέες που έθεσε σε εφαρμογή ήταν, σύμφωνα με τον Daniel Boorstin, «μεταξύ των πιο ισχυρών της σύγχρονης Ιστορίας», ασκώντας επίδραση σε πολλές από τις βάσεις πάνω στις οποίες είναι χτισμένος ο σύγχρονος κόσμος. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη της επιστήμης καθίσταται δυνατή μόνο όταν γίνεται αντιληπτό ότι οι υποκειμενικές μαθηματικές φόρμες έχουν μια αντήχηση στην συμπεριφορά του εξωτερικού κόσμου – μια πυθαγόρεια αντίληψη. Ένας κόσμος εν ειρήνη – που, σε μια πυρηνική εποχή, σημαίνει επιβίωση του πλανήτη μας - στηρίζεται στις ιδέες μιας παγκόσμιας αδελφότητας, στην οποία ο Πυθαγόρας, μολονότι δεν ήταν ο μοναδικός, είχε τεράστια συνεισφορά. Ακόμη και το φαινομενικά απόμακρο της πυθαγόρειας διδασκαλίας, μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι η σύγχρονη κοσμοθέαση, ενώ φαίνεται προορισμένη να κυριαρχήσει στον πλανήτη, είναι από πολλές απόψεις προσωρινή και πρόχειρη και, όπως άλλες πριν από αυτή, θα περάσει.

Μια χαρακτηριστική τάση των σύγχρονων μελετητών είναι να θεωρούν τον Πυθαγόρα, στην καλύτερη περίπτωση, μια ιστορική εκκεντρικότητα, της οποίας οι ιδέες έχουν ελάχιστη πρακτική εφαρμογή. Παρ’ όλα αυτά οι πιο σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Erich Neumann και ο Ken Wilber, προτείνουν ένα επαναστατικό σχήμα για την ιστορία των ιδεών ακολουθώντας την ανάπτυξη των εσωτερικών αρχετύπων της συνείδησης. Ένα τέτοιο πλαίσιο επισημαίνει ότι οι διδασκαλίες του Πυθαγόρα έχουν αξιοσημείωτη εφαρμογή στην κατανόηση όχι μόνο των πηγών του πολιτισμού μας, αλλά και του σημείου στο οποίο πιθανόν κατευθύνεται ή μπορεί να χρειάζεται να κατευθυνθεί. Για να το εκτιμήσουμε όμως αυτό, πρέπει να κατανοήσουμε τον Πυθαγόρα με σύγχρονους όρους.

Δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός ότι αφού διαβάσει κανείς το βιβλίο, πρέπει να αναζητήσει μια μυστική κοινότητα, να αποφεύγει το κρέας και τα χρήματα και να επιδοθεί στην μελέτη της γεωμετρίας και στην εφαρμογή μυστηριακών πρακτικών. Κατά προτίμηση, η απάντηση θα ήταν να κατανοήσει κανείς τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα σε σχέση με την εποχή του και μετά να αναζητήσει τη γνώση εκείνη που μπορεί να έχει μια παρόμοια επίδραση πάνω μας.

Στην αυγή του 20ου αιώνα, οι επιστήμονες ισχυρίζονταν ότι η κατανόησή μας σχετικά με τον κόσμο ήταν σχεδόν πλήρης. Μόνο ένα ή δύο μικρά προβλήματα στο χώρο της φυσικής έμεναν να λυθούν. Ένα από αυτά τα προβλήματα είχε να κάνει με την ακτινοβολία του μέλανος σώματος που λύθηκε από τον Μαξ Πλανκ. Η λύση του έθεσε τα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής, η οποία επρόκειτο να σαρώσει σχεδόν ολόκληρο το οικοδόμημα των βασικών υποθέσεων στην φυσική και ταυτόχρονα την κατανόησή μας σχετικά με τον κόσμο.

Εκατό χρόνια αργότερα, μπορεί να έλθουμε αντιμέτωποι με μια παρόμοια κατάσταση. Η μηχανιστική άποψη που αναδύθηκε κατά το 17ο  αιώνα έχει σχεδόν ολοκληρώσει τον κύκλο της ηγεμονίας της. Αυτό το παράδειγμα, όπως επισημαίνει ο ιστορικός Hugh Kearney, απορρέει μόνο από ένα από τα τρία κύρια συστήματα σκέψης που πήγασαν από την ελληνική διανόηση μέσα στο σύγχρονο κόσμο, καθένα από τα οποία κυριαρχούσε στην κοσμοθέασή μας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας.

Ο μεσαιωνικός κόσμος υιοθέτησε την αριστοτελική ή οργανική προσέγγιση σε σχέση με την μάθηση, ενώ στην Αναγέννηση επικράτησε η αναβίωση της μαγικής κοσμοθέασης η οποία απορρέει από το Νεοπλατωνισμό – επομένως από τον Πλάτωνα και, τελικά, από τον Πυθαγόρα. Αντί για την επικράτηση της μηχανιστικής σκέψης στον σύγχρονο κόσμο, ένα απομεινάρι της μαγικής παράδοσης επιζεί ακόμη με τη μορφή αρκετών προβλημάτων, τα οποία δεν φαίνεται εφικτό να λυθούν μέσα στο πλαίσιο μιας καθαρά μηχανιστικής αντίληψης του κόσμου.

Ακόμη δεν καταλαβαίνουμε, για παράδειγμα, τι έχει ονομαστεί «η αναίτια αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις φυσικές επιστήμες». Ομοίως, «καθώς καταναλώνουμε μουσική σε μεγαλύτερες ποσότητες από κάθε άλλη γενιά...δεν ξέρουμε πια πώς να διαβάσουμε αυτά που είναι γραμμένα. Έχουμε ξεχάσει τη σημασία των χαρακτήρων». Το πρωταρχικό συστατικό της μουσικής, των μαθηματικών, και στην πραγματικότητα όλων των άλλων φαινομένων, είναι η συνειδητότητα. Και μόλις πρόσφατα ανακαλύψαμε ότι δεν γνωρίζουμε τι είναι η συνειδητότητα...

Τέτοια προβλήματα μπορεί να φαίνονται δυσνόητα, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι το να τα λύσουμε έχει πρακτική αξία. Σε μια μελέτη που έγινε το 1968, μια ομάδα ονομαζόμενη Λέσχη της Ρώμης ανακοίνωσε ότι κατάφεραν να ορίσουν το «παγκόσμιο πρόβλημα» - τα πολύπλοκα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που απειλούσαν να καταστρέψουν τον πλανήτη μας. Το 1972, σε άλλη μια μελέτη-ορόσημο, μια ομάδα φουτουριστών στο Stanford Research Institute κατέληξε σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα, ότι ενώ η τρέχουσα κοσμοθεωρία και οι τεχνολογίες που αυτή υποστηρίζει έχουν δημιουργήσει τεράστια οφέλη σε ένα επίπεδο, είναι απαρχαιωμένες και πλέον ευθύνονται για την δημιουργία του παγκόσμιου μεγάλου προβλήματος. Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης πρότειναν μια μικρή αλλά απτή ελπίδα για μια λύση. Η πρότασή τους δεν είχε να κάνει με την οικονομία, την τεχνολογία ή την πολιτική. Περισσότερο, εξαρτιόταν από την επανάκτηση αυτού που ο Άλντους Χάξλεϊόρισε ως «προαιώνια φιλοσοφία», μια κατανόηση της σχέσης μεταξύ του εαυτού μας και του κόσμου, που βρίσκεται στην ρίζα κάθε μεγάλου θρησκευτικού ή φιλοσοφικού κινήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι το επιστημονικό παράδειγμα που κυριαρχεί στον σύγχρονο κόσμο και παρέχει την βάση για τους κυρίους θεσμούς του, έχει πρωταρχική του πηγή την ζωή και το έργο του Πυθαγόρα, ενός από τους πιο σημαντικούς αντιπροσώπους της προαιώνιας φιλοσοφίας και ιδρυτή της μαγικής παράδοσης. Αυτό το πνεύμα, που έχει συνεισφέρει τόσο πολύ στη διαμόρφωση της κοσμοθέασής μας, πρέπει να το ανακαλύψουμε ξανά, αν θέλουμε να ανθίσει ο πολιτισμός μας. Η επιλογή είναι ξεκάθαρη ανάμεσα σε πολλές και συνοψίστηκε στον τίτλο ενός βιβλίου από τον ύστερο Πυθαγόρειο και φουτουριστή Buckminster Fuller, Utopia or Oblivion.

Η ζωή και η σκέψη του Πυθαγόρα δεν είναι πολύ γνωστά, εν μέρει εξαιτίας των δυσκολιών που συνεπαγόταν η αναδόμησή τους. Ο Πυθαγόρας αντιπροσωπεύει έναν σύνδεσμο σε μια αλυσίδα διδασκαλιών – η προέλευση των οποίων ανάγεται στην αρχαιότητα – που εκτείνεται από τον Ορφέα και τον Διόνυσο, μέσω του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, στον σύγχρονο κόσμο. Έζησε σε μια κρίσιμη στιγμή σε αυτή την παράδοση, σε ένα σημείο που διασχίζει το κατώφλι ανάμεσα στην μυθολογία και στην ιστορία και ανάμεσα στην προφορική και στην γραπτή μετάδοση. Επομένως, είναι και ιστορία και μύθος. Όπως το θέτει ο E.M. Cornford, ο Πυθαγόρας είναι σαν τον σύγχρονό του, τον Βούδα, «ένας από αυτούς τους θεϊκούς άνδρες για τους οποίους η ιστορία γνωρίζει ελάχιστα, γιατί η ζωή τους μετασχηματίστηκε απευθείας σε μύθο».

Παρ ́ όλα αυτά, ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς μας έχουν αφήσει βιογραφικές πληροφορίες για τον Πυθαγόρα, μεταξύ των οποίων ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος, μαθητής του Πλωτίνου, ο Ιάμβλιχος, μαθητής του Πορφύριου και ο Διογένης Λαέρτιος, ο οποίος επίσης έγινε γνωστός κατά τον 3ο αιώνα της ίδιας εποχής. Ορισμένοι από τους διαλόγους του Πλάτωνα αντανακλούν άμεσα την πυθαγόρεια σκέψη, με την οποία ασχολήθηκε και έγραψε σχετικά ο Αριστοτέλης. Επίσης, επιζούν ακόμη ορισμένα από τα πρώτα αποσπάσματα της πυθαγόρειας διδασκαλίας. Αυτές θα πρέπει να είναι οι κύριες πηγές για εκείνους που θα ήθελαν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στη πηγή και να συλλογιστούν πάνω στις διδασκαλίες της. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια ιστορία όπως η ιστορία της δημιουργίας στο έργο του Πλάτωνα Τίμαιος, μια «πιθανή ιστορία» αυτής της θεμελιώδους επιρροής στον πολιτισμό μας.