Τι είναι αληθινά ο Νους

[Από τις Εννεάδες του Πλωτίνου E΄ ΙΧ 3-9]

Δείτε επίσης στο ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ το λήμμα Πλωτίνος και Νους

            Πρέπει λοιπόν τώρα να εξετάσουμε αρχικά την φύση αυτού του νου, που γι’ αυτόν η λογική μας λέει ότι είναι το όντως Ον και η αληθινή Ουσία, εφόσον εξετάζοντας το πράγμα από μια διαφορετική σκοπιά βεβαιωθούμε φυσικά ότι όντως υπάρχει κάτι τέτοιο.

Ίσως είναι γελοίο να αναρωτιόμαστε αν τα όντα έχουν νου, αλλά μπορεί να υπάρχουν μερικοί που αμφισβητούν ακόμη και αυτό. Αμφισβητείται μάλλον αν είναι ο νους τέτοιος που λέμε ότι είναι – δηλαδή αν είναι χωριστός και αν αυτός είναι τα όντα εδώ και η φύση των μορφών τους εδώ – και που αποτελεί το αντικείμενο της τωρινής μας ανάλυσης.

Βλέπουμε ότι όλα όσα θεωρούμε ότι υπάρχουν είναι σύνθετα και κανένα δεν είναι απλό και η τέχνη επεξεργάζεται όλα όσα έχει φτιάξει η φύση. Πράγματι, τα τεχνητά πράγματα αποτελούνται από χαλκό ή ξύλο ή πέτρα, αλλά δεν λαμβάνουν από αυτά την ολοκληρωμένη μορφή τους πριν η κάθε τέχνη δημιουργήσει η μια ανδριάντα, η άλλη κλίνη, η άλλη σπίτι, δίνοντας την κατάλληλη μορφή για το καθένα.

Τα πράγματα που έχουν συσταθεί από την φύση, όσα είναι πολυσύνθετα και ονομάζονται συγκεράσματα, θα μπορέσεις να τα ανάγεις στην μορφή που έχει εντυπωθεί πάνω στα στοιχεία του συγκερασμού. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος αναλύεται σε ψυχή και σώμα, και το σώμα στα τέσσερα στοιχεία.[1]

Όταν διαπιστώσεις ότι καθένα από αυτά είναι σύνθετο από ύλη και από αυτό που δίνει μορφές στην ύλη – γιατί η ύλη των στοιχείων είναι από μόνη της ασχημάτιστη – θα εξετάσεις έπειτα από πού έρχεται η μορφή στην ύλη. Θα εξετάσεις επίσης κατά πόσον η ψυχή ανήκει στα απλά ή αν υπάρχει σε αυτήν κάτι σαν ύλη και κάτι σαν μορφή. Και όσον αφορά τον νου που υπάρχει μέσα της, θα εξετάσεις αν υπάρχει ένας που μοιάζει με το σχήμα που αποτυπώνεται στον χαλκό και ένας άλλος που μοιάζει με τον άνθρωπο ο οποίος δίνει το σχήμα στον χαλκό.

Τις ίδιες ακριβώς σκέψεις θα ανάγει κάποιος και στο σύμπαν και θα ανέλθει έτσι προς τον Νου, θεωρώντας τον ως αληθινό δημιουργό και ποιητή και θα πει τότε ότι η βασική ύλη δέχεται βέβαια το ανάλογο σχήμα και ένα μέρος της γίνεται πυρ, ένα μέρος της ύδωρ, ένα μέρος της αέρας και ένα μέρος της γη, αλλά ότι αυτά τα σχήματα προέρχονται από κάτι άλλο και αυτό είναι η ψυχή. Και η ψυχή με την σειρά της δίνει στα τέσσερα αυτά στοιχεία το σχήμα του κόσμου.

Θα συμπεράνει επίσης ότι ο Νους χορηγεί στην ψυχή τις λογικές αρχές, όπως ακριβώς στις ψυχές των διαφόρων τεχνιτών οι λογικές αρχές για το έργο τους προέρχονται από τις τέχνες.

Ο ένας νους λοιπόν μοιάζει με την μορφή της ψυχής, ως προς το σχήμα, ενώ ο άλλος είναι ο Νους είναι εκείνος που παρέχει την μορφή στην ψυχή, όπως ο κατασκευαστής του αγάλματος στο οποίο ενυπάρχουν όλα όσα αυτός δίνει. Εκείνα που δίνει ο Νους στην ψυχή είναι κοντά στην αλήθεια, εκείνα όμως που δέχεται το σώμα είναι φυσικά εικόνες και μιμήσεις.

            Αλλά γιατί ενώ πρέπει να ανέλθει κανείς στην ψυχή, δεν πρέπει να την θεωρεί αυτήν ως το πρώτιστο Ον; Κατ’ αρχάς, ο Νους είναι κάτι άλλο και ανώτερο από την ψυχή και ό,τι είναι ανώτερο είναι και από την φύση του πρωτύτερο. Γιατί δεν αληθεύει αυτό που κάποιοι νομίζουν, δηλαδή ότι η ψυχή όταν φθάσει στην τελείωσή της γεννάει τον νου. Γιατί πώς άραγε το εν δυνάμει θα γίνει ενεργητικό, αν δεν υπάρχει κάποιο αίτιο που θα το οδηγήσει στην ενεργητική κατάσταση; Αν πάλι συμβεί κατά τύχη, ίσως και να μην φθάσει να γίνει ενεργό.

Γι’ αυτό πρέπει να υποθέσουμε ότι τα πρώτα Όντα είναι εν ενεργεία, τέλεια και χωρίς ελλείψεις. Ενώ τα ατελή είναι μεταγενέστερα, προέρχονται από εκείνα και τελειοποιούνται από τους γεννήτορές τους, σαν πατέρες που καθιστούν τέλεια αυτά που κατ’ αρχάς γέννησαν.[2]

Και πρέπει να πούμε ότι η ψυχή είναι υλική σε σχέση με το πρώτο που την δημιούργησε και ότι μετά ολοκληρώνεται λαμβάνοντας το σχήμα της. Αν, όμως, η ψυχή είναι κάτι που υπόκειται σε πάθη, αλλά πρέπει να υπάρχει κάτι απαθές – αλλιώς όλα θα καταστρέφονταν με τον καιρό – πρέπει να υπάρχει κάτι πριν από την ψυχή. Και αν η ψυχή ενυπάρχει στον κόσμο, πρέπει να υφίσταται κάτι εκτός του κόσμου και αυτό πρέπει να υπάρχει πριν από την ψυχή. Αν δηλαδή αυτό που είναι στον κόσμο είναι στο σώμα και στην ύλη, τίποτε από αυτό δεν θα παραμένει ίδιο. Έτσι, ο άνθρωπος και όλες οι λογικές αρχές δεν είναι αιώνια ούτε θα παραμένουν ίδια.

Το ότι ο Νους πρέπει να υπάρχει πριν από την ψυχή θα μπορούσε να το συμπεράνει κάποιος από αυτές, καθώς και από πολλές άλλες σκέψεις. Αν βέβαια χρησιμοποιήσουμε την λέξη με την αληθινή σημασία της, πρέπει να θεωρήσουμε τον Νου όχι ως εν δυνάμει ούτε ως αυτόν που ανάγεται από την αφροσύνη στην νόηση – διαφορετικά, πρέπει να αναζητήσουμε κάποιον άλλον Νου πριν από αυτόν – αλλά ως τον εν ενεργεία και αιώνιο Νου.

Εφόσον η φρόνηση δεν είναι γι’ αυτόν κάτι που προέρχεται απέξω, τότε αν νοεί κάτι, το νοεί μόνος του και αν έχει κάτι, το έχει από μόνος του. Αν όμως νοεί μόνος του και με αφετηρία τον εαυτό του, είναι ο ίδιος αυτά που νοεί. Γιατί αν η ουσία του ήταν άλλη,και αυτά που νοεί διαφορετικά από τον εαυτό του, τότε η ίδια η ουσία του θα ήταν δίχως νόηση και εν δυνάμει, όχι εν ενεργεία. Συνεπώς, το ένα δεν πρέπει να χωριστεί από το άλλο.

Υπάρχει σε εμάς η συνήθεια να διαχωρίζουμε στον νου μας τα πράγματα του εδώ κόσμου από τα πράγματα και του εκεί κόσμου. Τι λοιπόν ενεργεί και τι νοεί, για να μπορέσουμε να συμπεράνουμε ότι ο νους είναι ό,τι νοεί;

Είναι φανερό ότι, σαν νους, νοεί πραγματικά τα όντα και τους δίνει υπόσταση. Άρα είναι τα όντα. Γιατί θα τα νοεί είτε σαν να είναι αλλού είτε σαν να είναι στον εαυτό του και σαν να είναι αυτά ο ίδιος. Είναι αδύνατον να είναι κάπου αλλού, πού δηλαδή; Άρα τα νοεί σαν να είναι μέσα του και σαν αυτά να είναι ο εαυτός του. Γιατί τα αντικείμενα της νόησής του δεν ανήκουν στα αισθητά, όπως νομίζουν κάποιοι.

Κάθε πρωταρχικό δεν είναι αισθητό. Η μορφή στην ύλη, στα αισθητά, είναι είδωλο της νοητής μορφής και κάθε μορφή που είναι σε κάτι, έρχεται σ’ αυτό από κάτι άλλο και συνεπώς είναι εικόνα εκείνου από το οποίο προέρχεται. Και αν έπρεπε να υπάρχει κάποιος δημιουργός αυτού του σύμπαντος,αυτός για να το δημιουργήσει δεν θα νοεί ό,τι είναι στο ανύπαρκτο ακόμη σύμπαν.

Έτσι, τα αντικείμενα της νόησής του πρέπει να υπάρχουν πριν από τον κόσμο και να μην είναι εντυπώσεις από κάποια άλλα πράγματα, αλλά να είναι αρχέτυπα, πρωταρχικά και ουσία του νου.

Και αν κάποιοι μας πουν ότι αρκούν οι λογικές αρχές, προφανώς αυτές πρέπει να είναι αιώνιες. Αν, όμως, είναι αιώνιες και απαθείς, πρέπει να είναι σε έναν Νου, και μάλιστα σε τέτοιον Νου που να είναι πρότερος από την έξη, την φύση και την ψυχή, γιατί αυτά τα τρία είναι εν δυνάμει.

Αληθινά, λοιπόν, ο Νους, νοεί τα όντα, όχι σαν αυτά να ήταν κάπου αλλού, γιατί αυτά δεν είναι ούτε πριν ούτε μετά από αυτόν. Μοιάζει σαν να είναι ο πρώτος νομοθέτης ή μάλλον ο ίδιος ο νόμος του Είναι.

Άρα είναι ορθά αυτά που έχουν ειπωθεί, δηλαδή ότι η «νόηση ταυτίζεται με την ύπαρξη», και ότι η «γνώση των άυλων πραγμάτων ταυτίζεται με τα αντικείμενά της» και ότι «αναζήτησα τον αληθινό εαυτό μου»[3] ως ένα εκ των όντων. Το ίδιο ισχύει και για τις αναμνήσεις.

Κανένα από τα Όντα δεν είναι έξω ή σε κάποιον τόπο, αλλά παραμένουν πάντοτε στον εαυτό τους ανεπίδεκτα μεταβολής ή φθοράς, γι’ αυτό και λέγεται πως είναι αληθώς Όντα. Αν γεννιόνταν και πέθαιναν, η ύπαρξή τους θα ήταν κάτι εξωτερικό και δεν θα ήταν πλέον αυτά που είναι, αλλά θα ήταν εκείνο το εξωτερικό ον.

Τα αισθητά ορίζονται έτσι εξαιτίας της μέθεξης, γιατί η υποκείμενη φύση τους παίρνει το σχήμα της από αλλού. Για παράδειγμα, ο χαλκός παίρνει την μορφή ενός αγάλματος από την τέχνη του ανδριαντοποιού και το ξύλο παίρνει την μορφή μιας κλίνης από την τέχνη του ξυλουργού. Η τέχνη εισέρχεται σε αυτά, δηλαδή τα αισθητά, μέσω ενός ειδώλου, ενώ η ίδια η τέχνη παραμένει εκτός ύλης, ένα με τον εαυτό της, κάτοχος του αληθινού ανδριάντα και της αληθινής κλίνης.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα σώματα. Αυτό το σύμπαν εξαιτίας της μέθεξής του σε εικόνες, μας δείχνει ότι τα Όντα να είναι διαφορετικά από τις εικόνες, επειδή για τα Όντα – που είναι εδραιωμένα στον εαυτό τους, χωρίς να έχουν την ανάγκη τόπου αφού δεν έχουν μεγέθη – η νοητή υπόσταση είναι επαρκής για τα ίδια. Η φύση των σωμάτων βέβαια επιζητεί να διατηρηθεί μέσω κάποιου άλλου, αλλά ο Νους βαστάζει με την θαυμαστή φύση του τα πράγματα που θα έπεφταν από μόνα τους και δεν αναζητά κανέναν τόπο για να εγκατασταθεί.

            Ο Νους, λοιπόν είναι τα Όντα, κατέχοντάς τα όλα όσα είναι μέσα του, όχι σαν αυτά να βρίσκονται σε κάποιον τόπο, αλλά σαν ο Νους να κατέχει τον εαυτό του και να είναι ένα από αυτά. «Όλα τα πράγματα είναι μαζί»[4] εκεί, αλλά και εξίσου διαχωρισμένα.

Όπως η ψυχή περιέχει πολλές γνώσεις μέσα της χωρίς να προκαλείται σύγχυση και κάθε γνώση κάνει την δική της δουλειά όταν χρειάζεται, χωρίς να τραβάει μαζί της και τις άλλες, έτσι και κάθε νόημα, όταν ενεργεί, είναι αμιγές από τα άλλα, τα οποία παραμένουν μέσα στον Νου. Ο Νους είναι σε ακόμη μεγαλύτερο, βαθμό όλα μαζί, αλλά και όχι μαζί, καθώς το καθένα έχει ξεχωριστή δύναμη.

Ο όλος νους, φυσικά, τα περιέχει όπως το γένος περιέχει τα είδη του, όπως το όλον περιέχει τα μέρη του. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό που λέμε είναι οι δυνάμεις των σπερμάτων. Γιατί όλα τα μέρη είναι αξεχώριστα μέσα στο όλον και οι λογικές αρχές τους είναι σαν ένα κέντρο και υπάρχει μια λογική αρχή για τον οφθαλμό και άλλη για τα χέρια, και αναγνωρίζεται ως διαφορετική μέσω του αισθητού αντικειμένου το οποίο παρήγαγε.

Η καθεμιά, λοιπόν, από τις δυνάμεις των σπερμάτων είναι μια ολοκληρωμένη λογική αρχή με τα περιεχόμενα σε αυτήν μέρη, και έχει το σωματικό ως ύλη της – ας πούμε το υγρό μέρος στο σπέρμα – η ίδια όμως ως όλον έχει μορφή και λογική αρχή ίδια με την ψυχική μορφή που γέννησε, η οποία είναι απείκασμα μιας άλλης, ανώτερης ψυχής.

Κάποιοι αποκαλούν φύση την ψυχή μέσα στο σπέρμα, η οποία ξεκινώντας από εκεί και ορμώμενη από τις πρότερές της αρχές, όπως το φως από την φωτιά, αστράφτει και δίνει σχήμα στην ύλη, χωρίς να την εξωθεί και να την μετακινεί, αλλά δίνοντάς της μερίδιο από τις λογικές αρχές της.

            Τα είδη της γνώσης που υπάρχουν μέσα σε μια λογική ψυχή και που σχετίζονται με τα αισθητά αντικείμενα – αν βέβαια πρέπει να τα αποκαλούμε είδη γνώσης, αφού ο ορισμός που τους ταιριάζει είναι είδη γνώμης – είναι ύστερα σε σχέση με τα αντικείμενα και τις εικόνες τους.

Τα είδη της γνώσης που σχετίζονται με τα νοητά αντικείμενα, δηλαδή τα πραγματικά είδη γνώσης, έρχονται από τον Νου στην λογική ψυχή χωρίς να νοούν τίποτε αισθητό. Στον βαθμό, όμως, που είναι είδη γνώσης, είναι το καθετί που αποτελεί αντικείμενο της νόησής τους και έχουν εκ των ένδον τόσο το νοητό αντικείμενο όσο και την νόηση. Γιατί ο Νους είναι ένδον – είναι ακριβώς οι πρώτες αρχές – παρών πάντα στον εαυτό του και ενεργεί χωρίς να στρέφεται προς τα αντικείμενά του, σαν να μην τα έχει, ή σαν να προσπαθεί να αποκτήσει εκ των υστέρων αυτά – που από μόνα τους δεν προσφέρονται – ή να τα αναπτύξει διεξοδικά· αυτά είναι βιώματα της ψυχής. Αλλά ταυτόχρονα ο Νους μένει σταθερός στον εαυτό του, όντας όλα τα πράγματα μαζί, χωρίς να νοεί το καθετί για να του δώσει υπόσταση.

Ούτε και αληθεύει ότι, μόλις κάποιος νόησε έναν θεό, έγινε εκείνος ο θεός, ούτε όταν νόησε την κίνηση, έγινε κίνηση. Έτσι είναι λάθος να ισχυριζόμαστε ότι οι μορφές είναι νοήσεις, αν το λέμε με την έννοια ότι όταν ο νους νοεί την άλφα μορφή, τότε αυτή η μορφή γίνεται ή υφίσταται, γιατί το αντικείμενο της νόησης αυτής πρέπει να είναι πρότερό της. Αλλιώς πώς θα κατάφερνε να το νοήσει; Σίγουρα όχι τυχαία ούτε και στράφηκε προς αυτό συμπτωματικά.

            Αν, λοιπόν, η νόηση έχει αντικείμενο αυτό που ήδη ενυπάρχει στον νου, το αντικείμενο αυτό είναι η ενυπάρχουσα μορφή, και είναι η Ιδέα. Τι είναι αυτό, λοιπόν; Είναι Νους και νοερή ουσία και κάθε Ιδέα δεν είναι διαφορετική από τον Νου, αλλά καθεμιά είναι Νους.

Ο Νους ως όλον είναι όλες οι μορφές και κάθε μορφή είναι ο ένας Νους, όπως η γνώση ως όλον είναι όλα της τα θεωρήματα, αλλά κάθε θεώρημα είναι μέρος του όλου, όχι διαχωρισμένο τοπικά, αλλά σαν να έχει την ιδιαίτερη δύναμή του μέσα στο όλον. Ο Νους, λοιπόν, διαμένει στον εαυτό του και κατέχοντας τον εαυτό του σε κατάσταση ηρεμίας, είναι αιωνίως σε πληρότητα.

Αν ο Νους θεωρούνταν ως πρότερος του Όντος, θα έπρεπε να πούμε ότι ο Νους κατά την εκδήλωση της ενέργειας και της νόησής του τελειοποιεί και γεννά τα Όντα. Επειδή, όμως, οφείλουμε να θεωρούμε το Ον ως πρότερο του Νου, πρέπει να δεχθούμε ότι τα Όντα είναι μέσα στον νοούν Υποκείμενο και ότι η ενέργεια και η νόηση βρίσκονται στα Όντα – όπως η ενέργεια των φλογών βρίσκεται στην ήδη υπάρχουσα φωτιά – για να μπορούν αυτά να έχουν τον ενιαίο Νου ως ενέργειά τους. Αλλά και το Ον είναι ενέργεια, άρα και τα δυο – Ον και Νους – έχουν μια ενέργεια, ή μάλλον και τα δυο είναι ένα.

Άρα Ον και Νους είναι μια φύση. Γι’ αυτό είναι και τα Όντα και η ενέργεια του Όντος και αυτό το είδος Νου. Και οι νοήσεις που εκδηλώνονται είναι η μορφή και το σχήμα του Όντος και η ενέργειά του. Θεωρούμε όμως το ένα ως πρότερο του άλλου, γιατί νοερά τα χωρίζουμε. Πράγματι άλλος είναι ο νους που κάνει τον μερισμό, ενώ ο Νους που δεν είναι ούτε αντικείμενο ούτε υποκείμενο μερισμού είναι το Ον και όλα τα πράγματα.

            Ποια είναι, λοιπόν, τα εντός του ενός Νου πράγματα, που εμείς νοερά διαχωρίζουμε; Θα πρέπει, ενόσω βρίσκονται σε ηρεμία, να τα φέρνουμε μπροστά μας, σαν να είμαστε κάποιος που επιθεωρεί τα περιεχόμενα ενός ενιαίου γνωστικού τομέα. Επειδή αυτός ο κόσμος είναι μια ζώσα δημιουργία που περιέχει όλα τα ζωντανά δημιουργήματα και αντλεί την γενική και την συγκεκριμένη ύπαρξή του από κάτι άλλο, και η προέλευση εκείνου του άλλου ανάγεται στον Νου, το αρχέτυπό του σαν σύνολο πρέπει να είναι στον Νου και ο Νους αυτός πρέπει να είναι ένας νοητός Κόσμος, ο οποίος, όπως λέει ο Πλάτωνας, υπάρχει «στο καθαυτό ζωντανό πλάσμα».

Όπως αν υπάρχει η λογική αρχή κάποιου ζωντανού πλάσματος και η ύλη που δέχεται τον σπερματικό λόγο, αυτό το πλάσμα αναγκαστικά θα λάβει γέννηση, κατά τον ίδιον τρόπο όταν υπάρχει μια νοερή και παντοδύναμη φύση και τίποτε δεν την εμποδίζει – εφόσον δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα σε αυτήν και σε εκείνο που είναι ικανό να την δεχθεί – αναγκαστικά το δεύτερο θα λάβει την συγκρότησή του και το πρώτο θα παράσχει την συγκρότηση αυτήν. Και το μεν δεύτερο έχει την μορφή του διαχωρισμένη, αλλού ένας άνθρωπος και αλλού ένας ήλιος, ενώ το πρώτο, έχει όλα τα πράγματα μέσα σε Ένα.



[1] Τα στοιχεία της φύσης: γη, ύδωρ, πυρ και αέρας.

[2] Ο Νους είναι αυτός που τελειοποιεί την ψυχή και η ψυχή τελειοποιεί τις μορφές που δημιουργεί.

[3] Από αυτά τα τρία αποσπάσματα το πρώτο είναι του Παρμενίδη απ. Β3: «το γαρ αυτό νοείν εστί τε και είναι». Το δεύτερο είναι του Αριστοτέλη, Περί Ψυχής 430a 3-4: «η των άνευ ύλης επιστήμη ταυτόν τω πράγματι». Το τρίτο είναι του Ηράκλειτου, απ. Β 101: «εμαυτόν εδιζησάμην».

[4] Αναξαγόρας, απόσπασμα Β1: «Πάντα δε ομού».